ἐξορύττω

ἐξορύττω
ἐξορύσσω
dig out
pres subj act 1st sg (attic)
ἐξορύσσω
dig out
pres ind act 1st sg (attic)
ἐξορύ̱ττω , ἐξορύσσω
dig out
pres subj act 1st sg (attic)
ἐξορύ̱ττω , ἐξορύσσω
dig out
pres ind act 1st sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξορύσσω — (AM ἐξορύσσω και ἐξορύττω) [ορύσσω] 1. σκάβω και βγάζω από τη γη (μεταλλεύματα) 2. βγάζω κάτι από τη θέση του 3. βγάζω τα μάτια, τυφλώνω αρχ. 1. αποκαλύπτω 2. (για φυτά) ξεριζώνω 3. (για νεκρούς) ξεθάβω 4. κατασκευάζω με εκσκαφή («χάρακας… …   Dictionary of Greek

  • ԲՐԵՄ — (եցի.) NBH 1 518 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c ն. ὁρύσσω, ττω, ἑξορύττω fodio (լծ. փոսել) effodio, κατασκάπτω suffodiendo everto, diruo Բրով կամ բրչաւ փոս հատանել. փորել եւ հանել զմիջինն. բանալ. ծակել. պեղել. յատակել.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • εξορύσσω — και εξορύττω εξόρυξα, εξορύχτηκα, εξορυγμένος, μτβ. 1. σκάβοντας βγάζω κάτι από τη γη, ξεχώνω. 2. αποσπώ κάτι από οπουδήποτε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”